γεννημάτων

γεννημάτων
γέννημα
that which is produced
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • MARTIUS Mensis — primus ex decem, quos Romulus constituit, unde initium anni Romanis: a Martedictus. De diebus eius festis vide Thom. Dempster. Antiq. Rom. l. 4. c. 7. et paulo infra Hunc etiam ante Romam conditam Itlaiae populos habuisse, sed quosdam tertiô,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… …   Dictionary of Greek

  • έφεκτος — ἔφεκτος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει τη μονάδα και το ένα έκτο της (11/6) 2. φρ. «τόκος ἔφεκτος» τόκος ίσος με το 1/6 τού αρχικού κεφαλαίου, δηλ. τόκος 162/3% 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφεκτον πρόσθετος φόρος ενός έκτου επί τής πληρωμής για τη… …   Dictionary of Greek

  • ταγάρι — το / ταγάριον, ΝΜ 1. σακίδιο από χοντρό μάλλινο ύφασμα που κρεμιέται στον ώμο ιδίως σε οδοιπορία, ντορβάς 2. τάγιστρο μσν. μέτρο ξηρών καρπών ή γεννημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγή «τροφή τών υποζυγίων» + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. δοκ άρι, λυχν… …   Dictionary of Greek

  • φορμός — ὁ, Α 1. πλεκτό σκεύος, κατάλληλο κυρίως για τη μεταφορά σιτηρών 2. πλεκτό κάλυμμα ή στρώμα, ψάθα 3. ναυτικό ένδυμα από χοντρό πλεκτό ύφασμα 4. μονάδα μέτρησης σιτηρών, ισοδύναμη σχεδόν με τον μέδιμνο 5. δέσμη ξύλων, δεμάτι 6. κόσκινο, κρησάρα 7.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”